αδιαμέριστος

αδιαμέριστος
-η, -ο (Μ ἀδιαμέριστος, -ον) [διαμερίζω]
αυτός που δεν διαμερίστηκε, αδιαμέλιστος, αμοίραστος, αδιαίρετος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδιαμέριστος — η, ο αυτός που δε διαμερίστηκε ή δε διαμερίζεται, αδιαίρετος: Το ρωμαϊκό κράτος ήταν ακόμη ενιαίο, αδιαμέριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαμέριστον — ἀδιαμέριστος masc/fem acc sg ἀδιαμέριστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαμέριστοι — ἀδιαμέριστος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”